Η διακονία του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου στην Γερμανία
Κων/νου Παπαχριστοδούλου, πτ. Θεολογίας, Προέδρου του Δ.Σ. της ΠΕΓ
Ο π. Αντώνιος ήταν ιδιαίτερα γνωστός την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, ως ένας από τους πλέον ειδικούς πάνω σε θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας. Αυτό κυρίως από το τεράστιο έργο που ανέπτυξε στην Εκκλησία της Ελλάδος για τρεις και πλέον δεκαετίες. Υπάρχει όμως μια χρονική περίοδος στη ζωή του που είναι εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύτερο ορθόδοξο κοινό. Πρόκειται για το διάστημα που διακόνησε στην Γερμανία. Μια εποχή εξόχως δύσκολη όπως ήταν η δεκαετία του ’60 κατά την οποία κύματα χιλιάδων ελλήνων μετανάστευαν στην Γερμανία για να βρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. [1]
Ο π. Αντώνιος μετά την αποφοίτησή του από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταβαίνει το 1957 με υποτροφία στο Mainz της Δυτικής Γερμανίας για μεταπτυχιακές σπουδές, όπου το 1960 δημοσιεύει την εργασία του: «Η περί αγαθού και κακού διδασκαλία του Μ. Βασιλείου» και ανακηρύσσεται διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Στη συνέχεια διορίζεται πανεπιστημιακός βοηθός στο Πανεπιστήμιο του Munster και αναλαμβάνει την οργάνωση ελληνόφωνου τμήματος του «Ινστιτούτου περί Ανατολικών Εκκλησιών», του οποίου διετέλεσε τακτικός συνεργάτης μέχρι το 1962.
Ενώ όλα έδειχναν ότι του επιφυλάσσονταν λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα, αντιλαμβάνεται τα τεράστια ποιμαντικά προβλήματα των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας, παραιτείται από την πανεπιστημιακή του θέση και χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος το 1962 και τοποθετείται στο Αννόβερο. Προηγουμένως είχε παντρευτεί την φοιτήτρια της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου Αντωνία, θυγατέρα του προτεστάντη πάστορα Καρλ Λεντς, που εν τω μεταξύ είχε βαπτιστεί ορθόδοξη.
Από την πρώτη στιγμή φαίνονται τα χαρίσματά του. Οργανώνει την «Ορθόδοξη Διακονία», κέντρα επιστράτευσης, εκπαίδευσης και αξιοποίησης του λαϊκού στοιχείου στις ελληνικές κοινότητες. Εκδίδει το περιοδικό «ΓΕΦΥΡΑ – DIE BRUCKE», συγκαλεί συνέδρια και αναπτύσσει πολύπλευρη, ποιμαντική και κοινωνική δράση. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της εργασίας διαβάζουμε σχετικώς σε μία αναφορά του προς την Αρχιεπισκοπή Θυατείρων- στην οποία υπάγονταν ποιμαντικώς η Γερμανία- «Θα κάνω ενέργειες εις τας εδώ αρχάς διά να πληροφορούμεθα εγκαίρως περί της αφίξεως νέων εργατών και εργατριών από την Ελλάδα διά να παρεβρίσκομαι και εις την υποδοχήν, αφού προηγουμένως έχω μελετήσει καλώς τους όρους εργασίας και διαμονής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δύναμαι να τους εισάγω ευκολότερον εις την νέαν τους ζωήν».
Το 1964 μετατίθεται στην Κολωνία όπου συνεχίζει την ποιμαντική του δράση με τους ίδιους έντονους ρυθμούς. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα από τις εμπεριστατωμένες εκθέσεις πεπραγμένων που κατά διαστήματα αποστέλλει στους προϊσταμένους του. Όπως αποδεικνύεται από τη σχετική αλληλογραφία, ο π. Αντώνιος συχνά είχε επικοινωνία με το σεπτό κέντρο της Εκκλησίας μας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο συμπαραστέκονταν με κάθε τρόπο στο πολύπλευρο έργο του. Επίσης είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι από τα πρώτα έτη της ιερατικής του διακονίας ασχολήθηκε με θέματα αιρέσεων, κυρίως με την αποδόμηση της διδασκαλίας των «Μαρτύρων του Ιεχωβά», όπως αποδεικνύεται από την σχετική με αυτό, αρθρογραφία του π. Αντωνίου στο περιοδικό «ΓΕΦΥΡΑ».
Από το προσωπικό του αρχείο φαίνεται ότι ο π. Αντώνιος απετέλεσε για την Γερμανία ένα σημείο αναφοράς. Αλληλογραφούσε με πλήθος ομογενών που κατοικούσαν σε διάφορες πόλεις, είτε για να δώσει ποιμαντικές συμβουλές είτε να παρέμβει σε θέματα που είχαν να κάνουν με διχαστικές κινήσεις εντός των ελληνικών κοινοτήτων λόγω της όξυνσης των πολιτικών παθών. Αυτό που διακρίνεται έντονα σ’ αυτή την αλληλογραφία είναι η ακλόνητη πίστη του π. Αντωνίου στην αλήθεια της Εκκλησίας και η αγωνία του για την πνευματική πορεία των ελλήνων εργατών και φοιτητών χωρίς να κάνει καμία διάκριση.
Αξίζει να ασχοληθεί κάποιος με το πλούσιο προσωπικό του αρχείο για να μεταδώσει και στις νεότερες γενιές το τιτάνιο πνευματικό και ποιμαντικό έργο του ανδρός στην Γερμανία. Ελπίζουμε ότι αυτό θα γίνει σύντομα, προς ωφέλεια κληρικών και λαϊκών.
[1] Τα στοιχεία πήραμε από το βιογραφικό σημείωμα που περιέχεται στο βιβλίο «Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος –Αφιέρωμα, Έκδοση ΠΕΓ, Αθήνα 1997 και το προσωπικό αρχείο του π. Αντωνίου.