01/18 Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας 373 κατά Ἀρειανισμοῦ καί Kυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας 444 κατά Μονοφυσιτισμοῦ (18 Ιανουαρίου)
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συνοδεύει τό 325 τόν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στή Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἐκεῖ, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπό τούς θαρραλέους ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δέν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά καί θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τά περί Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλές ταραχές καί ὀχλήσεις στόν Ἅγιο, τόν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορές καί διῆλθε περισσότερα ἀπό δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στήν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπό τούς Ἀρειανούς ἐνώπιον Συνόδων καί καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπό αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις, εἶδε πολλούς ἀπό τούς συνεργάτες του νά ὑποκύπτουν στίς πιέσεις καί τή βία τῶν Ἀρειανῶν καί τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366) νά ὑπογράψει ἀρειανικό ὅρο πίστεως, γιά νά ἀποφύγει τήν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατά τίς ὁποῖες ὁ χριστιανικός κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρός τόν Ἅγιο, ἐκεῖνος ὅμως δέν κάμφθηκε καί ἀγωνιζόταν γιά τήν ἀλήθεια.
Ἀφορμή γιά τίς διώξεις κατά τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νά ἀποκαταστήσει στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν ὑπό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικά ὡς ἀποδεχόμενος τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία ὑπέβαλε τό 330 ὁμολογία πίστεως, στήν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά ἀναφέρει τίς ἀρειανικές ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τήν ἀπάτη καί τόν δόλο τοῦ Ἀρείου καί ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά δεχθεῖ σέ κοινωνία τόν Ἄρειο παρά τή διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νά ὀργανώνουν συστηματικά τόν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄν καί τιμοῦσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιά τό ἦθος καί τό θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά ἀπό τίς συνεχεῖς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καί διέταξε τή σύγκλιση Συνόδου στήν Καισάρεια, τό 335, μέ σκοπό τήν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατά τοῦ Ἀθανασίου. Ἡ Σύνοδος τελικά συγκλήθηκε στήν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στή Σύνοδο, στήν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοί Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δέν ἦταν δυνατόν νά σταθοῦν παρά τά ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι οἱ ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου ζητοῦσαν νά τόν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, πού εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τήν τήρηση τῆς τάξεως καί τῆς εἰρήνης, τόν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στήν Κων/πολη καί ζήτησε νά δεῖ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νά τόν δεχθεῖ σέ ἀκρόαση καί διέταξε τήν ἐξορία του στή Γαλατία. Ἐπανῆλθε στήν ἕδρα του μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στίς 23 Νοεμβρίου 337. Πλήν ὅμως καί πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τίς κατ’ αὐτοῦ διαβολές καί συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια, τό 339 στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανική Σύνοδο στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τόν καθαίρεσε καί ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τόν Εὐσέβιο τόν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδή δέν ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή, τόν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια διά τῆς βίας μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στή Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καί ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καί Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τόν δέχθηκαν ὅλοι μέ τιμή καί ἀναγνώρισαν τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τό ἔτος 341, Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καί τόν κήρυξε ἀθῶο ἀπό ὅλες τίς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του. Ὅταν τό 345 πέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπό τήν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτός θριαμβευτικά ἀπό τό ποίμνιό του. Ἀλλά καί αὐτή τή φορά μόνο γιά λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στήν ἕδρα του, διότι μετά τήν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τό ἔτος 350, ὁ Κωνστάντιος, πεισθείς σέ νέες διαβολές καί πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καί στρατιῶτες, γιά νά τόν συλλάβουν τήν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356, ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μέ πλῆθος πιστῶν στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στήν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθῶντας τίς κινήσεις καί ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καί στηρίζοντας τούς κλονιζόμενους Χριστιανούς.
Τέλος, ἐπί αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363) μπόρεσε νά ἐπανέλθει στήν Ἀλεξάνδρεια καί νά συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμό στήν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Οἱ διωγμοί συνεχίστηκαν καί ἐπί αὐτοκράτορα Οὐάλη, πού ἐξόρισε τόν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νά ἀνακαλέσει τόν Ἅγιο ἀπό τήν ἐξορία.
Ἀγωνιζόμενος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 2 Μαΐου 373, σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Ἐκκλησία πολύ νωρίς τοῦ ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρός αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος πού διαισθάνθηκε καί ἀντιλήφθηκε ἄριστα τίς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπί μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στή σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περί τήν μία ἐπί μέρους ἀλήθεια, νά συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τήν ἀνατροπή ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τήν δημιουργία αἱρέσεως.
Ἀλλά ὁ Ἅγιος γενικά καί μέ τόν βίο του, ἀπέδειξε τό ἐνάρετο καί τό εὐσεβές τοῦ ἤθους αὐτοῦ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τό ὄνομά του νά ἀποβεῖ ταυτόσημο πρός τήν ἀρετή. Γι’ αὐτό λέγει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι· ταὐτόν γάρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καί ἀρετήν ἐπαινέσαι».
Ἀντιαιρετικά ἔργα του εἶναι: «Κατά Ἀρεανῶν Α΄-Γ΄», «Περί Διονυσίου Ἀλεξανδρείας», «Πρός τούς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης», «Περί Νικαίας», «ἀπολογητικός Β΄ περί ἀρειανῶν», «Περί τῶν γεγενημένων παρ’ ἀρειανῶν», «Περί συνόδων», «Τόμος πρός Ἀντιοχεῖς», «Ἐπιστολή πρός Ρουφινιανόν», «Ἐπιστολή πρός Ἰοβιανόν», «Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους κατά ἀρειανῶν», «πρός Ἀδέλφιον ἐπίσκοπον καί ὁμολογητήν κατά ἀρειανῶν», «πρός ἐπίκτητον».
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀντιμετώπισε τά ὑπολείμματα τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν, τοῦ Πελαγίου καί τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατά τοῦ Νεστορίου ἤ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τήν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ἀρνιόταν τήν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, καί δεχόταν δύο πρόσωπα, τόν Χριστό Θεό καί τόν Ἰησοῦ ἄνθρωπο, γι’ αὐτό ὀνόμαζε τήν Παναγία Χριστοτόκο. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος δίδασκε τήν ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο καί τήν μίαν ὑπόστασιν τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος.
Τό 431, στήν Ἔφεσσο συνῆλθε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τή δυσσεβῆ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου καί τόν ἴδιο τόν αἱρεσιάρχη καί ἐξακολούθησε τίς ἐργασίες της ἐπί ἄλλων θεμάτων. Ὁ Θεοδόσιος Β΄ ἀποδέχθηκε τίς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐπικύρωσε τά Πρακτικά τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 680