2. Οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας γιά τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα
Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀσχολήθηκε κατά καιρούς μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, κρίνοντας διάφορες προσφυγές πού ἀναφέρονταν σέ παράλληλα θέματα, ὅπως τήν προσευχή καί τήν μή παρακολούθηση τοῦ μαθήματος.
Εἶναι ἀνάγκη νά ἐπισημανθῆ ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας συζητᾶ θέματα προσφυγῶν καί ἀκυρώσεων, στηριζόμενο κυρίως στό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος καί τίς ἀποφάσειςκ τῶν Εὐρωπαϊκῶν καί Διεθνῶν Ὀργανισμῶν.
Πρέπει νά γίνη σαφές ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας εἶναι τό Ἀνώτατο Ἀκυρωτικό Δικαστήριο τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τό ὁποῖο ἑρμηνεύει τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους τοῦ Κράτους. Δέν μπορεῖ κάθε Ὑπουργός νά ἑρμηνεύη τό Σύνταγμα κατά τήν ἰδεολογία του, παραθεωρώντας τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, διότι τότε θά ἐκφρασθῆ στήν πράξη ἡ ὑπονόμευση τῆς ἴδιας τῆς Δημοκρατίας. Δέν εἶναι δυνατόν κάποιος μέ λαϊκιστικές ἰδεολογικές δηλώσεις καί ἐκφράσεις νά ὑπονομεύη τό ἴδιο τό Πολίτευμα τῆς Δημοκρατίας.
Στό συγκεκριμένο θέμα τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀποφάνθηκε δύο φορές.
Συγκεκριμένα, γιά ὅσο ἴσχυε τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, δηλαδή μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, ὑπάρχουν δύο ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί μιά ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἡ ὁποία ἐφετειακή ἀπόφαση εἶναι ἰσόκυρη μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐπειδή ὁ Νόμος 702/1977 ὑπήγαγε τήν ἐκδίκαση τῶν αἰτήσεων τῶν ἀκυρωτικῶν πράξεων πού ἀφοροῦν κάθε θέμα ἐκπαιδευτικῆς νομοθεσίας ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας στό Τριμελές Διοικητικό Ἐφετεῖο.
Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση 3356/1995 τοῦ ΣΤ’ Τμήματος τοῦ Σ.τ.Ε. στηρίχθηκε στά ἄρθρα 13, 16, καί 3 τοῦ Συντάγματος, ἀπό τά ὁποῖα συνεπάγεται ὅτι ὁ σκοπός τῆς παιδείας πού προσφέρουν τά Σχολεῖα εἶναι «μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ «ἀνάπτυξη» τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλληνοπαίδων σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς διδασκαλίας». Ἐπικαλέσθηκε καί τήν Διεθνῆ Σύμβαση τῆς Ρώμης τῆς 4ης Νοεμβρίου 1950, κατά τήν ὁποία κάθε κράτος «θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων, ὅπως ἐξασφαλίζωσιν τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν τούτων συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
Συγχρόνως, ἀπεφάσισε ὅτι οἱ μαθητές μποροῦν νά μή παρακολουθήσουν τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἀρκεῖ νά τό δηλώσουν στόν Διευθυντή τοῦ Σχολείου ὅτι ἔχουν λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως πού προσδιορίζονται σαφῶς, «ἤτοι διότι εἶναι ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι».
Στήν συνέχεια, ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 2176/1998 ἀπόφαση τοῦ ΣΤ’ Τμήματος τοῦ Σ.τ.Ε. πού ἐξεδόθη μέ ἀφορμή ἄλλη αἴτηση ἀκυρώσεως πού ἀφορᾶ τήν μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας ἀναφέρεται στόν σκοπό τῆς παιδείας, πού εἶναι ὁ ἴδιος πού προσδιορίσθηκε ἀπό τήν προηγούμενη ἀπόφαση τοῦ 1995 καί συγχρόνως ἀναφέρεται στό νά ἐξασφαλίζεται ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν «ἐπί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως».
Πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές ἀποφάσεις τοῦ Σ.τ.Ε., καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 115/2012 ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἀπεφάνθη ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως διδασκόταν τότε μέ τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, κινεῖται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ πλουραρισμοῦ, τῆς πολυφωνίας καί τῆς πολυπολιτισμικότητας∙ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές δέν μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὅσους λόγους καί ἄν ἐπικαλεσθοῦν∙ καί ὅτι ἐπιτρέπεται νά ἀπαλλάσσωνται ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μόνον οἱ ἄθρησκοι, οἱ ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι μαθητές, μόνον μέ τίς αὐστηρές προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις.
Ἑπομένως, τά βιβλία πού διδάσκονταν στά Σχολεῖα τῆς Πρωτοβάθμιας καί Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, βάσει τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος, μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς Χώρας μας πού μνημονεύθηκαν ἦταν σύμφωνα μέ τό Σύνταγμα καί ἐκινοῦντο στήν πλουραλιστική, πολυφωνική καί πολυπολιτισμική προοπτική.