3. Ἡ πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε. γιά τό Πρόγραμμα Σπουδῶν
Ὅταν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 14375/Δ2/7-9-2016 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων μέ τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο», ἴσχυσε τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἀνετράπη τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα καί εἰσήχθη στά Σχολεῖα τό διαθρησκειακό μάθημα στά Θρησκευτικά μέ ἔντονο τόν χαρακτήρα τοῦ θρησκειολογικοῦ συγκρητισμοῦ, παρ’ ὅ,τι φαίνεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο προσανατολισμό.
Ὅμως, μετά ἀπό αἴτηση ἀκυρώσεως στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἐκδόθηκε ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειάς του, ἡ ὁποία μέ ἰσχυρά νομικά ἐπιχειρήματα ἀκύρωσε τήν ὡς ἄνω Ὑπουργική ἀπόφαση. Ἐνδεικτικά θά παρατεθοῦν μερικά βασικά σημεῖα.
Στό σκεπτικό της δέχεται ὅτι ἡ Πολιτεία εἶναι ἐλεύθερη «νά ἐπιλέγει καί νά καθορίσει κανονιστικά τό περιεχόμενο τῆς σχετικῆς ἀγωγῆς κατά τήν ἑκάστοτε ἐκπαιδευτική πολιτική καί τά πορίσματα τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, μή ἐλεγχόμενη δικαστικά στίς ἐπιλογές της, παρά μόνον ὡς πρός τήν τήρηση τῶν πιό πάνω συνταγματικῶν ὑποχρεώσεων».
Μέ βάση αὐτό τό σκεπτικό ἀποφαίνεται ὅτι τό συγκεκριμένο Πρόγραμμα Σπουδῶν
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, «διότι, μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν πού εἰσάγει γιά τίς Γ’-ΣΤ’ τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί γιά τό Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ὁ ἐπιβεβλημένος ἀπό τή συνταγματική αὐτή διάταξη σκοπός, ἡ σύμπτυξη δηλαδή τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν, πού ἀνήκουν στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»,
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος «πού κατοχυρώνει ὡς ἀπαραβίαστη τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως», διότι προκαλεῖ «σύγχυση» στούς ὀρθόδοξους μαθητές καί «κλονίζει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση»,
–ἐπεμβαίνει «στόν εὐαίσθητο ψυχικό κόσμο τῶν μαθητῶν αὐτῶν πού δέν διαθέτουν τήν ὡριμότητα καί τήν κριτική ἀντίληψη τῶν ἐνηλίκων» καί εἶναι ἱκανή «νά τούς ἐκτρέψει ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση»,
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ «διότι προσβάλλει τό εὐθέως καθιερούμενο ἀπό τήν διάταξη αὐτή δικαίωμα τῶν ἀνηκόντων στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία ὀρθόδοξων χριστιανῶν γονέων νά διασφαλίσουν τή μόρφωση καί ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις»
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση «πρός τήν συνταγματικῶς κατοχυρωμένη ἀρχή τῆς ἰσότητας» καί πρός τό ἄρθρο 14 (σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 9) τῆς ΕΣΔΑ «διότι στερεῖ ἀπό τούς μαθητές τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ δόγματος τό δικαίωμα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ νομοθεσία ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ προβλέπει γιά μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, ἑβραίους καί μουσουλμάνους τή δυνατότητα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα τῆς πίστεώς τους (ὄχι δε καί τά δόγματα ἄλλων θρησκειῶν), μάλιστα δε ἀπό δασκάλους προτεινόμενους ἀπό τήν οἰκεία θρησκευτική κοινότητα».
Ἀπό ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως εἶναι προφανές ὅτι τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἦταν σύμφωνο μέ τό Σύνταγμα, τήν Διεθνῆ Σύμβαση τῆς Ρώμης καί τήν νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐνῶ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν εἶναι ἀντισυνταγματικό.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ὑποστηριζόμενη ἄποψη ὅτι δῆθεν ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΣτΕ ἐξεδόθη ἐπί αἰτήσεως ἀκυρώσεως κατά τῆς προηγούμενης ὑπουργικῆς ἀπόφασης καί δέν ἀφορᾶ τήν ἰσχύουσα, κατά τήν ἄποψή μου εἶναι τυποκρατικός καί ἀλυσιτελῶς προβάλλεται, ἐν ὄψει τοῦ ὅτι τό Σ.τ.Ε ἑρμήνευσε τίς ἰσχύουσες συνταγματικές διατάξεις, ἡ δέ ἑρμηνεία αὐτή ἐν πολλοῖς ἰσχύει, mutatis mutandis καί γιά τήν ρύθμιση τῆς ἰσχύουσας ὑπουργικῆς ἀπόφασης. Ἐξ ὅσων δέ γνωρίζω καί ἡ ἰσχύουσα ὑπουργική ἀπόφαση ἔχει ἤδη προσβληθῆ μέ αἴτηση ἀκυρώσεως καί θεωρῶ ὅτι τό ἀποτέλεσμα, ἐν ὄψει τῶν ὡς ἄνω παραδοχῶν τῆς ἀπόφασης τοῦ Σ.τ.Ε., θά εἶναι ἡ ἀκύρωσή της.
Ἐπειδή ζοῦμε σέ εὐνομούμενη Πολιτεία, δέν εἶναι δυνατόν τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων νά μήν ἐφαρμόση τήν ἀπόφαση αὐτή, οὔτε φυσικά καί ἡ Ἐκκλησία νά τήν ἀγνοήση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μόνη λύση εἶναι νά γίνη διάλογος μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ βάση τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, καί νά γίνουν οἱ σχετικές βελτιώσεις του πού θά ἀναφέρωνται στήν σύγχρονη πραγματικότητα καί τίς νέες ἀνάγκες, τό ὁποῖο μάλιστα δέν καταργεῖ κανένα πλεονέκτημα τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν ὅσον ἀφορᾶ στίς τεχνικές διδασκαλίας.
Σέ αὐτό ἀναφερόταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόν Μάρτιο τοῦ 2016, πού ἦταν:
«Νά ἐπικεντρωθῆ τό ἐνδιαφέρον στό τρέχον Πρόγραμμα (δηλαδή, τό προηγούμενο πρόγραμμα πρίν τόν Σεπτέμβριο 2016) μέ τήν δική του μεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅμως νά γίνουν μερικές βελτιώσεις, ἐντάσσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο –ὄχι σέ κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα μέ τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅμως δοθῆ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐφαρμογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν».
Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση πού νά ἐπιφέρη μιά ἰσορροπία στό θέμα αὐτό, ἡ ὁποία θά εἶναι σύμφωνη μέ τίς παραδόσεις μας, τό Σύνταγμα καί τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καί ἦταν τό κύριο θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μου στήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 9ης Μαρτίου 2016, στήν ὁποία ἀντιμετώπισα τό θέμα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀπό πλευρᾶς νομικῆς, ἐπιστημονικῆς καί δεοντολογικῆς καί υἱοθετήθηκε ὁμοφώνως ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.–
Πηγή: http://archive.is/manDG